- σελλισμός
- σελλισμός, ὁ,= ἀλαζονεία, prob. l. for σελας μός in Theognost. Can.11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σελλισμός — ὁ, Μ [σελλίζομαι] αλαζονεία, κομπασμός … Dictionary of Greek